φάμπρικα

φάμπρικα
η
(λ. ιταλ.)
1. εργοστάσιο: Οι εργάτες της φάμπρικας.
2. μτφ., τρόπος πλάγιος και απατηλός, με τον οποίο πετυχαίνει κανείς κάτι, τέχνασμα: Με τις φάμπρικές του ξεγελάει τους αφελείς.
3. μτφ., η δημιουργία περίπλοκης υπόθεσης χωρίς λόγο: Ήταν ανάγκη τώρα να μας ανοίξει φάμπρικα;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φάμπρικα — η, Ν 1. εργοστάσιο 2. μτφ. α) έμμεσος και απατηλός τρόπος για την επίτευξη ενός αποτελέσματος, κόλπο, τέχνασμα β) δημιουργία περίπλοκης υπόθεσης χωρίς λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fabbrica < λατ. fabrica «εργαστήριο»] …   Dictionary of Greek

  • Michail Misunov — (Michalis Misunov) (born 1964 in Moscow) is a retired basketball player. He started his career in Šibenik in Šibenka and played in Aris BC in the period 1987–1997 and won 4 championships (1988, 1989, 1990, 1991), 4 cups (1988, 1989, 1990, 1992).… …   Wikipedia

  • φαμπρικάντης — και φαμπρικάντες, ο, Ν εργοστασιάρχης, βιομήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fabbricante (βλ. λ. φάμπρικα)] …   Dictionary of Greek

  • φαμπρικάρης — ο, Ν [φάμπρικα] ιδιοκτήτης φάμπρικας, φαμπρικάντης …   Dictionary of Greek

  • φαμπρικάρω — Ν 1. κατασκευάζω βιομηχανικά προϊόντα 2. μτφ. μηχανεύομαι, σοφίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fabbricare (βλ. λ. φάμπρικα)] …   Dictionary of Greek

  • fabrică — FÁBRICĂ, fabrici, s.f. Întreprindere industrială care foloseşte un sistem de maşini şi de instalaţii tehnice în vederea executării operaţiilor de transformare a materiei prime în produse finite, în serie şi în cantităţi mari. ♢ expr. (fam.) A lua …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”